Αφιερούται προς τους απανταχού
Σερραίους
Περιληπτική Εξιστόρησις
των μέχρι της Αλώσεως υπό
των Τούρκων
ιστορικών περιπετειών της
πόλεως των Σερρών
Σπανίως συναντά κανείς πόλιν, διαρκώς υφισταμένην τας καταιγίδας του χρόνου και των πολεμικών περιπετειών, αλλά και διαρκώς εκ της τέφρας και των ερειπίων αναθάλλουσαν εκάστοτε ωραιοτέραν, ως η πόλις των Σερρών.
Κειμένη εν τω μέσω πλουτοφόρου πεδιάδος, την οποίαν
διαβρέχει και γονιμοποιεί ευεργετικώς ο Στρυμών, υπέστη ως εκ της επιζήλου
και στρατηγικής θέσεως της, όλας τας περιπετείας και συνεμερίσθη όλας τας
συμφοράς της αιματοβρέκτου Μακεδονικής γης, περισσότερον πάσης άλλης Μακεδονικής
πόλεως.
Πόλις παναρχαία κτισθείσα κατά τον Στράβωνα υπό
των εκ Φρυγίας της Ασίας μεταναστευσάντων Παιόνων, Τεύκρων και Δαρδάνων
πολύ προ του Τρωικού πολέμου, ήτοι προ του 1195 π.Χ., μνημονεύεται ιστορικώς
το πρώτον υπό του Ηροδότου κατά το 480 π.Χ. ως πόλις αξιόλογος υπό την
ονομασίαν
Σίρις η Παιονική.
Οι
πρώτοι και πανάρχαιοι οικισταί της πόλεως και της υπαίθρου χώρας αυτής,
η οποία και εκ του ονόματος του πλεονάζοντος Παιονικού στοιχείου ωνομάσθη
Παιονία, είναι ιστορικώς αναμφισβήτητον,
οτι υπήρξαν συγγενείς των οικούντων την
Τρωάδα.
Η υπό τον βασιλέα
Ρήσον
σταλείσα υπό των Σιροπαιόνων επικουρία προς τους πολιορκουμένους υπό
των Αχαιών , Τρώας, ως επίσης και το γεγονός οτι μετά την καταστροφήν της
Τροίας μέρος των κατοίκων αυτής συναποκομίζον και τα ιερά αυτού, εγκατεστάθη
εν τη πόλει αυτών, χαρακτηρίζει ευλόγως την προέλευσιν των αρχαίων τούτων
κατοίκων της ως Τρωικής καταγωγής.
Συναναμειχθέντες όμως βραδύτερον οι Παίονες μετά
των Πελασγών, των Θρακών και των Μακεδόνων συνεχωνεύθησαν και απετέλεσαν
το Μέγα Μακεδονικόν Κράτος, το οποίον επί Φιλίππου του Β' και του υιού
αυτού Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενεσάρκωσεν την ιδέαν του Πανελληνίου και επραγματοποίησεν
την ενότητα των Ελληνικών φυλών εις εν Έθνος, το Έθνος το Ελληνικόν, το
οποίον εκ των παραλίων προς βορράν εκτεινόμενον, έσχε δια μέσου των αιώνων
τοιαύτην εκπολιτιστικήν και αφομοιωτικήν ακτινοβολίαν, ώστε εις ορισμένας
ιστορικάς περιόδους, να καλύψη πνευματικώς και πολιτικώς, ολόκληρον σχεδόν
τον χώρον της Βαλκανικής χερσοννήσου.
Μολονότι
είναι άγνωστον πότε ακριβώς και υπό τίνος εκτίσθη η
Σίρις
η Παιονική, εν τούτοις είναι πλέον ή βέβαιον οτι αύτη προϋπήρχεν του
Τρωικού πολέμου και οτι συν τω χρόνω λαμβάνει προέχουσαν θέσιν και αξίαν
ως πόλεως οικισμένης,
ικανής όπως δώση το όνομα της εφ' ολοκλήρου της υπαίθρου και των κατοίκων
αυτής, αποκληθέντων Σιροπαιόνων, εκ του ονόματος αυτής. Ακριβώς δε η ανάπτυξις
την οποία έλαβεν η πόλις κατά τους μετά τον Τρωικόν πόλεμον αιώνας και
δη κατά την περί το 514 π.Χ. εποχήν, κατά την οποίαν έλαβε χώραν η κατά
των Σκυθών αποτυχούσα εκστρατεία του βασιλέως των Περσών Δαρείου, συνετέλεσεν
όχι ολίγον, εις την υπό του στρατηγού αυτού Μεγαβάζου ερήμωσιν της χώρας,
την αιχμαλωσίαν των Σιροπαιόνων και την βιαίαν πανοικεί μεταγωγήν αυτών
εις Σάρδεις.
Τας δραματικάς ή μάλλον τας μυθυστορικάς συνθήκας
υπό τας οποίας έλαβον χώραν τα γεγονότα ταύτα, τα οποία είχον ως συνέπειαν
την ερήμωσιν εφ' ενός και εν συνεχεία την κατάληψιν της χώρας υπό των βορειοανατολικώτερον
οικούντων Οδομάντων, λαού
Θρακικής
καταγωγής, μας εξιστορεί εν ταις λεπτομερείαις ο Ηρόδοτος.
Όταν,
μετά την αποτυχίαν της κατά των Σκυθών εκστρατείας του ο Δαρείος επανέκαμψεν
εις Ασίαν και εγκατεστάθη εις Σάρδεις, δύο φιλόδοξοι νέοι Σιροπαίονες,
ο Πίγρης και ο Μαντύης, επιθυμούντες όπως αναγνωρισθούν υπό του Δαρείου
ως άρχοντες των Σερρών, αφού παρέλαβον και την αδελφήν των, η οποία και
ωραιοτάτη και μεγαλοπρεπής την εμφάνισης ήτο, ήλθον και αυτοί και εγκατεστάθησαν
εις τας Σάρδεις.
Επειδή όμως, άλλως πώς δεν ήτο δυνατόν να προσελκύσωσι
την προσοχήν του Πέρσου Βασιλέως, εσκηνοθέτησαν τέχνασμα, του οποίου το
αποτέλεσμα υπήρξεν τεράστιον όσον και ανέλπιστον.
Καθ' όν χρόνον, λέγει ο Ηρόδοτος, ο Δαρείος ανεπαύετο
εις το προάστειον των Σάρδεων, το λεγόμενον των Λυδών, οι δύο αδελφοί αφού
ενέδυσαν την αδελφήν των όσον ήτο δυνατόν λαμπρότερον και προφανώς με την
τοπικήν των ενδυμασίαν, έστειλαν αυτήν να προμηθευθή ύδωρ εκ τινος κρήνης
εκεί που πλησίον ευρισκομένης, φέρουσαν, κατά την συνήθειαν της πατρίδος
της, επί της κεφαλής μεν υδρίαν, από του βραχίονος έλκουσαν ίππον, κλώθουσαν
δε ταυτοχρόνως δια των δύο χειρών της λινόν. Ως ήτο επόμενο, διερχομένη
προ του Πέρσου βασιλέως, είλκυσε την προσοχήν και την περιέργειαν του,
διότι τα υπό της γυναικός εκείνης πραττόμενα, ούτε Περσικά ούτε Λυδικά
ούτε άλλου τινος Ασιατικού Έθνους συνήθεια ήσαν. Στέλλει λοιπόν, κατόπιν
αυτής μερικούς της ακολουθίας του, να την παρακολουθήσωσι και να ίδωσι
τί θα κάμη τον ίππον. Και οι μεν δορυφόροι του Δαρείου παρηκολούθησαν κατασκοπεύοντες
την γυναίκα. Εκείνη δε αφού επότισε τον ίππον της, εγέμισε την υδρίαν με
ύδωρ και αφού ετποθέτησε αυτήν επί της κεφαλής της και πάλιν πλήρη ύδατος,
επέστρεψεν δια της αυτής οδού, σύρουσα τον ίππον εκ του βραχίονος και κλώθουσα
την ρόκαν της. Ο Δαρείος θαυμάσας δι' όσα παρά των κατασκόπων του ήκουσε
και δι' όσα ο ίδιος είδεν, διέταξε την προσαγωγήν της κόρης ενώπιον του.
Τότε, προ του βασιλέως ενεφανίσθησαν και οι δύο αδελφοί, οι οποίοι μέχρις
εκείνης της στιγμής παρηκολούθουν την αδελφήν των εξ αποστάσεως. Ερωτηθέντες
δε υπ' αυτού από ποίον μέρος κατάγεται η κόρη, απήντησαν οτι είναι Παίονες,
η δε κόρη ήτο αδελφή των. Εν συνεχεία ο Δαρείος ηρώτησεν τους δύο αδελφούς,
ποιοί είναι οι Παίονες, εις ποίον μέρος της γης κατοικούσι και προς ποίον
σκοπόν ήλθον εις Σάρδεις. Εκείνοι δε τω απήντησαν οτι η Παιονία είναι χώρα
έχουσα πόλεις εκτισμένας πλησίον του Στρυμόνος ποταμού, των οποίων οι κάτοικοι
ήσαν άποικοι των εκ Τροίας ορμηθέντων Τεύκρων και του εζήτησαν όπως τους
αναγνωρίση και τους αποκαταστήση ως άρχοντας αυτής. Όταν, τέλος, ο Δαρείος
τους ηρώτησεν αν όλαι αι γυναίκες της πατρίδος των ήσαν φιλόπονοι όσον
και η αδελφή των, εκείνοι μετά προθυμίας επιβεβαίωσαν το πράγμα. Τεραστία
υπήρξεν η εντύπωσις η προκληθείσα εις τον Δαρείον εξ όσων είδεν και ήκουσεν.
Και προφανώς επιθυμών όπως μεταδώση την φιλεργίαν, την προκοπήν και τον
πολιτισμόν των γυναικών και των κατοίκων της μακρυνής παραστρυμονίου Παιονίας
εις τους υπηκόους του, δια της συναναμίξεως αυτών, συνέλαβεν κατά νουν
την βιαίαν και πανοικεί μεταφοράν των εις Σάρδεις. Διέταξεν, λοιπόν, τον
στρατηγόν του Μεγάβαζον, τον οποίον είχεν αφίσει εις Θράκην προς καθυπόταξιν
αυτής και των Σκυθών, όπως καθυποτάξη τας πόλεις και μεταφέρη τους Σιροπαίονας
μετά των γυναικών και των τέκνων τους εις Ασίαν πλησίον αυτού.
Όταν οι Σιροπαίονες επληροφορήθησαν τας προθέσεις
των Περσών, νομίζοντες οτι η εις την χώραν των εισβολή θα εγίνετο από το
μέρος της θαλάσσης, συνηθρίσθησαν ένοπλοι εξ όλων των πόλεων και εφύλαττον
τας θαλασσίας οδούς. O Μεγάβαζος όμως, επέπεσε μετα του εξ ογδοήκοντα χιλιάδων
στρατού του κατά των ερήμων ανδρών, πόλεων της Παιονίας και τας κατέλαβεν
αμαχητεί. Μαθόντες τότε οι Παίονες οτι αι πόλεις των κατελήφθησαν, διεσκορπίσθησαν
και επορεύθησαν έκαστος προς σωτηρίαν της ιδικής του πόλεως. Αλλά, βεβαίως,
διεσπαρμένοι ως ήσαν, δεν ήτο δυνατόν να εκδιώξωσι τους Πέρσας και ηναγκάσθησαν
να υποκύψουν. Τοιουτοτρόπως εκ των Παιόνων οι Σιροπαίονες, (δηλαδή οι Σερραίοι),
οι Παιόπλαι και όλοι οι κατοικούντες μέχρι της
Πρασιάδος
λίμνης βιαίως ωδηγήθησαν εις Ασίαν πλησίον του Μεγάλου Βασιλέως.
Οι ούτω βιαίως εις Ασίαν μεταφερθέντες Σερραίοι
και λοιποί της παραστρυμονίου Παιονίας κάτοικοι,εγκατεστάθησαν εις υπ'
αυτών εποικισθείσαν πόλιν της Φρυγίας και εις διάφορα άλλα χωρία αυτής.
Αλλ' ο ακούσιος ούτος εκπατρισμός και αιχμαλωσία δεν διήρκησεν ειμή μόνον
επί μίαν δεκαπενταετίαν. Διότι εκραγείσης εν τω μεταξύ της επαναστάσεως
των Ιωνικών πόλεων κατά των Περσών, επωφελήθησαν αυτής και οι μετωκισθέντες
Σερραίοι. Ο πόθος του λυτρωμού και του νόστου προς την γενέτειραν, συνετέλεσεν
ώστε αδιστάκτως να δεχθώσιν την προς ανταρσίαν προτροπήν και την βοήθειαν
του
Αρισταγόρου.
Εγκατέλειψαν όθεν την Φρυγίαν και μολονότι κατεδιώχθησαν
υπό πολυαρίθμου Περσικού ιππικού, φθάσαντες μετά πολλάς περιπετείας εις
τα Μικρασιατικά παράλια, διεπεραιώθησαν συν γυναιξί και τέκνοις, εις την
απέναντι νήσον Χίον.
Οι Χίοι πάλιν, παρά τας Περσικάς απειλάς προς
αυτούς και παρά τας δελεαστικάς προτροπάς προς τους Σιροπαίονας όπως επιστρέψουν
εις Φρυγίαν, μετέφερον αυτούς δια των πλοίων τους εις την Λέσβον. Εν συνεχεία,
οι Λέσβιοι τους εβοήθησαν μεταφέροντες αυτούς εις την επί της Θρακικής
παραλίας πόλιν Δορίσκον, εκ της οποίας πλέον πεζοπορούντες, επανήλθον εις
την πατρίδα.
Είναι αξιοσημείωτος η φροντίς, η βοήθεια και η
αλληλεγγύη, η επιδειχθείσα υπό των Μιλησίων, των Χίων και Λεσβίων, δια
την απελευθέρωσιν και ασφαλή επαναφοράν εις την πατρίδα και τας εστίας,
των εις Φρυγίαν απαχθέντων Σιροπαιόνων.
Είναι αναμφισβήτητον δείγμα του μετά των λοιπών
Ελλήνων φυλετικού δεσμού των Σιροπαιόνων, ανεξαρτήτως και της ρητής μαρτυρίας
του Ηροδότου, οτι εις την παραστρυμόνιον χώραν
"όμιλος
πολλός Έλλην παροικέει", δηλαδή οτι εκεί κατοικεί μέγας Ελληνικός πληθυσμός.
Παρά την επάνοδον όμως των Παιόνων εκ της αιχμαλωσίας,
εφεξής η χώρα, καταληφθείσα ως είπομεν υπό των Οδομάντων, ωνομάσθη Οδομαντική,
η δε πρωτεύουσα αυτής Σίρις, Σίρις η Οδομαντική, ως αναφέρει αυτήν και
ο Λατίνος ιστορικός
Τίτος Λίβιος.
Επ'
ευκαιρία αναφέρωμεν ενταύθα οτι η ονομασία της πόλεως των Σερρών εν τη
διαδρομή των αιώνων υπέστη πλείστας μεταλλαγάς και αλλοιώσεις.
Την "Σίριν" του Ηροδότου, ανευρίσκομεν εις τον
Θεοπόμπον και Στέφανον τον Βυζάντιον ως "Σίραν" και το εθνικόν "Σιραίους".
Εις επιγραφήν δε περιέχουσαν αξιολογώτατον ψήφισμα
των χρόνων της Ρωμαιοκρατίας, ως "Σιρραίων Πόλις".
Το ψήφισμα τούτο είναι εγχαραγμένον επί πλακός,
η οποία ευτυχώς σώζεται και σήμερον, διαφυγούσης την καταστροφήν κατά το
1913 και την εξαφάνισην.
Αύτη εδημοσιεύθη το πρώτον κατά το 1848 εν Αθήναις,
εις το πρώτον τεύχος του Φιλολογικού Συνεκδήμου. Κατόπιν, υπό του Cuisinery
σ.225 και υπό του Δήμιτσα "η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις" υπ' αριθ.
811. Και ήδη,
λόγω
της σπουδαιότητας της, μεταφέρω και ενταύθα, ως ο ίδιος την ανέγνωσα
και αντέγραψα :
ΟΙ ΝΕΟΙ
ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΟΘΕΤΗΝ
ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΔΕ ΚΑΙ ΑΓΩΝΟΘΕΤΗΝ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΕΙΤΩΝ ΠΟΛΕΩΣ
ΠΡΩΤΟΝ ΔΕ ΑΓΩΝΟΘΕΤΗΝ ΤΗΣ
ΣΙΡΡΑΙΩΝ ΠΟΛΕΩΣ, ΔΙΣ
ΔΕ ΕΚ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΝ
Τ ΚΛΑΥΔΙΟΝ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΥΙΟΝ
ΚΥΡΙΝΑ ΔΙΟΓΕΝΗ ΑΡΕΤΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
ΕΠΙΜΕΛΗΘΕΝΤΟΣ ΚΑΣΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΚΑΣΑΝΔΡΟΥ
Υπό των Βυζαντινών συγγραφέων εν τη προσπαθεία
των να αρχαϊσουν αναφέρονται ως Φέρραι ή και Φερραί (ο Πεδιάσιμος εις την
"Περί του ιερού των Φερρών Έκφρασιν του" και ο Καντακουζηνός εις την ιστορικήν
του συγγραφήν). Την ονομασίαν "Σέραι" και "Σέρραι" ευρίσκομεν εν χρήσει
από τον μεσαίωνα. Τον δε εν χρήσει και σήμερον, εύχρηστον τύπον "Τα Σέρρας"
πλασθέντα εκ της αιτιατικής του πληθυντικού "τας Σέρρας" κατά συνεκφώνησιν
των δύο, ευρίσκομεν τόσον εις τον παλαιόν κώδικα της Μητροπόλεως των Σερρών,
όσον και εις νεώτερα κείμενα. (Ψαλλίδα, γεωγραφία. Ηπ. χρ. σ. 56 "Πόλεις
της Μακεδονίας είναι αι ακόλουθαις...Τα Σέρρας, αρκτικώς της Σαλονίκης... Γεωγραφία
Διμητριαίων 1, 261 "Σέρα", πόλι μεγάλη, πολυάνθρωπη, ονομαστή, εμπορική,...
Τα Σέρρας είναι τιμημένα με θρόνο μητροπολίτου...-Μελετίου γεωγ, 2, 466.
"Σέρραι κοινώς Σέρρας, πόλις περίφημος και μεγάλη...πρότερον εκαλείτο Φέρρα
...είτα Σέρα, Σέραι, ως και Σέρραι".
Περί της ονομαστικής "ΤΑ ΣΕΡΡΑΣ" βλέπε :
-
εμπεριστατωμένην μελέτην του καθηγητού Β. Δ. Φόρη
εν Ν.Εστία τ. 57 τεύχος 665 της 15ης Μαρτίου 1955 σ. 365-369
-
Ν. Πέτροβιτς Σερραϊκά Χρονικά τόμος Β',1957 σ. 147-152
-
Π. Παπαγεωργίου "Αι Σέρραι κ.λ.π." σ. 9
Κατά
το 480 π.Χ. ότε δηλαδή ο Ξέρξης, υιός και διάδοχος του Δαρείου, ηττηθείς
κατά κράτος υπό των Ελλήνων εις την κοσμοϊστορικήν ναυμαχίαν της Σαλαμίνος,
επέστρεφεν συντετριμένος εις την Περσίαν, διήλθεν και διά της Σερραϊκής
χώρας, με τα υπολείματα της αποδεκατισμένης στρατιάς του. Οι Σιροπαίονες
όμως εκδικούμενοι αυτόν ήρπασαν τους ίππους και απέκρυψαν το ιερόν άρμα
του Διός, το οποίον είχεν αφήσει εκεί πρότερον προς φύλαξιν εκστρατεύων
κατά της Ελλάδος.
Η σπάνις εξ άλλου ή μάλλον η παντελής έλλειψις
τροφών, ηνάγκασε τα Περσικά στρατεύματα προς κορεσμόν της πείνης των να
καταφύγωσι εις την χλόην και εις αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων
και τα φύλλα, με αποτέλεσμα κυριολεκτικώς να θερισθώσι εκ της εκδηλωσθείσης
θανατηφόρου δυσεντερίας. Πολλοί εκ των βαρέως ασθενούντων στρατιωτών τότε,
εγκατελήφθησαν υπό του εσπευσμένως αποχωρούντος εκ της χώρας Ξέρξου εις
τας διαφόρους πόλεις και χωρία προς περίθαλψιν. Υπολείματα των απογόνων
των υπό του Ξέρξου εγκαταλειφθέντων Περσών, δεν είναι δύσκολον και σήμερον
έτι να αναγνωρίση τις εν τω προσώπω των εν Αλήμπεκιόϊ, Φυτώκι, Δοξόμπους
κ.λ.π. ενοικούντων χριστιανογύφτων, οι οποίοι παρά την επίδρασιν του χριστιανισμού,
διατηρούσιν μέχρι σήμερον αλλόκοτα ήθη και έθιμα, μαζί με την παρεφθαρμένην
γλώσσαν, την οποίαν χρησιμοποιούν, ιδία κατά τας επικλήσεις των, και τα
οποία είναι πανομοιότυπα με τα υπό του Ηροδότου αναφερόμενα.
Ότε κατά το 422 π.Χ.
το θέατρον του Πελοπονησιακού πολέμου μετεφέρθη υπό του στρατηγού των Σπαρτιατών
Βρασίδα, εις τα Θρακομακεδονικά παράλια, οι μετά των Οδομάντων συναναμιχθέντες
ήδη Παίονες, τάσσονται με το μέρος των Αθηναίων. Κατόπιν πρεσβείας του
στρατηγού των Αθηναίων Κλέωνος, βαδίζοντος προς υπεράσπισιν της Αμφιπόλεως
από τας επιθέσεις και την πολιορκίαν των Σπαρτιατών ο βασιλεύς αυτών Πολλής,
οδηγεί αυτούς μετα΄των άλλων Θρακών εις επικουρίαν των Αθηναίων.
Αι εις την περιοχήν συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών δια την
κυριαρχίαν των παραλίων της Θράκης και Μακεδονίας και κυρίως της παραλίας
των εκβολών του Στρυμόνος, την κατοχήν της Αμφιπόλεως και της πλουσίας
εις μεταλλεία ενδοχώρας, χάριν των οποίων μυριάδες Αθηναίων πολύ πρότερον,
επί στρατηγού Άγνωνος του Νικίου εθυσιάσθησαν, και κατά τας οποίας τόσον
ο Κλέων όσον και ο Βρασίδας εύρον το θάνατον επί του πεδίου της μάχης,
αποτελούν μίαν από τας δραματικωτέρας σελίδας του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ήσκησαν δ' επι πλέον αποφασιστικήν επιρροήν διά την σύναψιν της ανακωχής
κατα την οποίαν απεφασίσθη και συνωμολογήθη και η επίδοσις της υπό του
Βρασίδα κατακτηθείσης Αμφιπόλεως εις τους Αθηναίους.
Των περί την Αμφίπολιν συγκρούσεων και μαχών, μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών,
λεπτομερή και γλαφυράν αφήγησιν μας δίδει ο Θουκυδίδης, ο οποίος στρατηγός
ων τότε, διετάχθη όπως σπεύση προς σωτηρίαν της Αμφιπόλεως. Φθάσας όμως
αργά, μόλις ηδυνήθη να περισώσει την επι των εκβολών του Στρυμόνος Ηιόνα.
Είναι γνωστόν οτι η βραδύτης αύτη υπήρξεν η αιτία της αυτοεξορίας του εις
την "Σκαπτήν Ύλην" της Θράκης, όπου συνέγραψε την πολυτιμοτάτην και αθάνατον
ιστορικήν του συγγραφήν.
Σύμβολον αιώνιον και αψευδές εκμαρτύριον της αναμφισβητήτου ελληνικότητος
της παραστρυμονίου ταύτης περιοχής, προβάλλει και σήμερον ακόμη ο Λέων
της Αμφιπόλεως, τον οποίον τύχη αγαθή διεφύλαξεν μεν στοργικώς η Σερραϊκή
γή, επανέστησεν δε το 1937 δεξιά της από Σερρών εις Αμφίπολιν αγούσης οδού,
ο τότε εν Αθήναις πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φιλέλλην
και αρχαιόφιλος Λίνκολν Μακ Βη.
Προσαρτηθείσης βραδύτερον
υπό του Φιλίππου του Β' της μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου Θρακικής χώρας,
εις την άλλην Μακεδονίαν, αι Σέρραι και η ύπαιθρος αυτής απετέλεσαν εφεξής
αναπόσπαστον μέρος της Μακεδονίας, οι δε κάτοικοι της μετέσχον διακριθέντες,
εις όλας τας σπουδαιοτέρας των μαχών, τας οποίας διεξήγαγε ο δορυκτήτων
της Ασίας, ο ένδοξος και Μέγας Μακεδών Στρατηλάτης Αλέξανδρος ο υιός Φιλίππου
του Β'.
Υπό την αρχηγίαν Αμύντου του Αρραβαίου κατά την εν Γρανικώ μάχην γενομένην
τω 334 π.Χ. οι Παίονες εισέρχονται πρώτοι εις τον Γρανικόν ποταμόν και
υπό την χάλαζαν των Περσικών βελών, πρώτοι καραφθάνουσι και καταλαμβάνουσι
την απέναντι όχθην, γενναίως αποθήσαντες τους Πέρσας. Την δεδοκιμασμένην
ανδρείαν και υπεροχήν των ο Αλέξανδρος εν δημηγορία προς τα στρατεύματα
του, προ της εν Ισσώ μάχης, εξαίρει και επαινεί αποκαλών τους Παίονας,
ως τους ευρωστοτάτους και μαχιμωτάτους των κατοίκων της Ευρώπης. Κατά την
εν Ισσώ μάχην τάσσει τους Παίονας υπό τον Αρίστωνα, προ των Θεσσαλών ιππέων,
προς αντιμετώπισιν ολοκλήρου του επερχόμενου
Περσικού
ιππικού. Εις δε την εν Αρβήλοις και Γαυγαμήλοις μάχην (331 π.Χ.) διαταχθέντες
υπό του Αλεξάνδρου επιπίπτουν κατά των Σκυθών και
κατανικούσι
αυτούς.
Ότε κατά το 168 π.Χ.
ο Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παύλος κατενίκησε εις την Πύδναν, τον τελευταίο
βασιλέα των Μακεδόνων τον Περσέα, ολόκληρος η Μακεδονία υπετάγη εις τους
Ρωμαίους.
Η Ανατολική Μακεδονία τότε, απετέλεσε με πρωτεύουσα την Αμφίπολιν, την
μίαν εκ των τεσσάρων επαρχιών την γνωστήν υπό το όνομα "Μακεδόνων Πρώτη"
εις την οποίαν
συμπεριελήφθησαν
και αι Σέρραι. Αλλ' ενώ η Θεσσαλονίκη και η Αμφίπολις εκηρύχθησαν
"ελεύθεραι"
εις την πόλιν των Σερρών ουδεμία αυτονομία ή αυτοδιοίκησις εχορηγήθη. Λόγοι
της τοιαύτης μεταχειρίσεως ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να είναι, ειμή εκδήλωσις
εχθρότητος των νέων κατακτητών προς πόλιν ισχυράν και σημαίνουσαν, η οποία
προέβαλεν, αντίστασιν και παρέσχεν πράγματα εις αυτούς. Παρά την πόλιν
των Σερρών εστρατοπαίδευσαν τότε αι Ρωμαϊκαί Λεγεώνες ως αναφέρει και ο
Τίτος Λίβιος, ο οποίος παραδόξως και κατ' εξαίρεσιν όλων των συγγραφέων,
αναφέρει αυτήν μεγάλην και πολυάνθρωπον αλλά ως "σκοτεινήν" .
Μετά τον έκτον μ.Χ.
αιώνα, ότε το διαδεχθέν την Ρώμην Βυζαντινόν Κράτος, διηρέθη εις 64 Επαρχίας,
αι Σέρραι υπήρξαν μία εκ των 31 Επαρχιών του Ιλλυρικού θέματος, της οποίας
πρωτεύουσα υπήρξεν η Θεσ/νίκη.
Ιδιαίτερον όμως ιστορικόν ενδιαφέρον παρουσιάζουν αι Σέρραι κατά την
Βυζαντινήν περίοδον. Ανακαινισθείσαι υπό του αυτοκράτορος Νικηφ. Φωκά,
κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του, ήτοι τω 803 μ.Χ. και εποικισθείσα
υπ' αυτού δια μεγάλου στρατιωτικού πληθυσμού, έγιναν έκτοτε μαζί με την
βορειότερον αυτής κειμένην πόλιν του Μελενίκου, ο πραγματικός προμαχών
της αυτοκρατορίας, κατά των συνεχών από βορράν σλαυϊκών επιδρομών. Υπό
των Βυζαντινών συγγραφέων αποκαλούνται "Μέγα και θαυμαστόν αστύ" , "πόλις
οχυρά" , "μεγάλη και πλουσία" , "Μητρόπολις" , "Αρίστη", ένεκα δε των πλεονεκτημάτων
της και της από πάσης απόψεως επικέντρου τοποθεσίας της, καθίσταται το
μήλον της έριδος.
Φράγκοι και Βούλγαροι και Σέρβοι και Τούρκοι, αμιλλώνται δια την απόσπασίν
της από το Βυζαντινόν Κράτος. Εναλλάσσει κυρίους επί βραχέα χρονικά διαστήματα.
Πλειστάκις μεταβάλλεται εις ερείπια και σποδόν, αλλ' ανίσταται και πάλιν,
χάρις εις την ευψυχίαν, την δραστηριότητα και το ακατάβλητον φρόνημα των
κατοίκων της.
Τω 976 ο Μωϋσής, ο υιός του Βοεβόδα του Τυρνόβου Σισμάν, πολιορκήσας
την πόλιν, οικτρόν ευρίσκει θάνατον υπό τα τείχη της, βληθείς δια λίθου
ριφθέντος υπό στρατιωτών εκ των επάλξεων, αι δε Βουλγαρικαί ορδαί των οποίων
ηγείτο, απαισχύντως τρέπονται εις φυγήν.
Βασίλειος ο Μακεδών, ο αποκληθείς Βουλγαροκτόνος ένεκα των μακρών αγώνων
του κατά των Βουλγάρων, ηυνόει ιδιαιτέρως την πόλιν των Σερρών. Τρις τας
επισκέφθη και διέμεινεν επί μακρόν εν αυτή. Κατά δε την πρώτη παραμονήν
του τω 990 μ.Χ., ωχύρωσε αυτάς τελειότερον και τας κατέστησεν ορμητήριον
δια τας κατά των Βουλγάρων εκστρατείας του. Όταν τω 1014 κατετρόπωσε εις
την παρά τον Στρυμόνα στενωπόν, την λεγομένην
Κλειδίον, τα υπό τον
Σαμουήλ προς νότον κατερχόμενα Βουλγαρικά στίφη, τας δέκα πέντε χιλιάδας
των αιχμαλώτων, τους οποίους συνέλαβεν κατά την μάχην εκείνην, ωδήγησεν
εντός της πόλεως των Σερρών, όπου και έλαβε χώραν η υπό των Βυζαντινών
μνημονευμένη τρομερά και απάνθρωπος μεν εκδίκησις δια της τυφλώσεως αυτών,
πλην δικαιολογημένη εκ των πραγμάτων και
των
τότε περί πολέμου αντιλήψεων. Όταν τέλος αποκαμόντες οι Βούλγαροι από
τας συνεχείς ήττας των, ηθέλησαν να συνθηκολογήσουν και να υποταγούν, ο
Αυτοκράτωρ Βασίλειος εις την πόλιν των Σερρών επεφύλαξεν την τιμήν, όπως
ίδη συντετριμμένην και λιπόψυχον την Βουλγαρίαν να παραδίδη επί του εδάφους
της τας κλείδας των φρουρίων και να κλίνη το γόνυ και τον αυχένα προ του
μεγαλείου της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Ο τρομερός Βούλγαρος Κρακράς, φρούραρχος
του Πέρνικ. μετά του υιού του, του αδελφού του και τριάκοντα πέντε άλλων
φρουράρχων, εν Σέρραις τω 1018, αυτοπροσώπως παραδίδουν εις τον Βασίλειον
τας κλείδας
των φρουρίων των.
Εκεί επίσης αυτοπροσώπως παραδίδει εις τον αυτοκράτορα την χώραν του ο
άρχων της Στρωμνίτσης Δραγομούζ, φέρων μάλιστα μεθ' εαυτού και τον Πατρίκιον
Ιωάννην Χαλδία, τον οποίον ο Σαμουήλ επί 27 ολόκληρα έτη είχεν έγκλειστον
εις τας φυλακάς.
Ότε η Κωνσταντινούπολις,
μετά την δια της παρασπονδίας κατάληψιν της υπό των Φράγκων τω 1204, μετά
της Ανδριανουπόλεως και ολοκλήρου της Θράκης υπήχθη υπό τον Βαλδουϊνον,
αι Σέρραι υπήχθησαν εις το Βασίλειον της Θεσσαλονίκης, το οποίον παρεχωρήθη
εις τον Μαρκήσιον Βονιφάτιον τον Μονφερατικόν, ο οποίος και κατέλαβε αυτάς
αμαχητί.
Μετά δύο όμως έτη, ήτοι τω 1206, ο Βούλγαρος ηγεμών Ιωάννης ο Α. ή Ιωαννίτσης,
ο δια την ώμότητα και την απανθρωπίαν του αποκληθείς Σκυλογιάννης, καταλαμβάνει
τας Σέρρας κατόπιν ασθενούς αντιστάσεως της Φραγκικής φρουράς, την οποίαν
ολόκληρον συγκειμένην το πλείστον εκ Λατίνων, απέστειλεν εις Βουλγαρίαν,
αφού απεκεφάλισεν τους αξιωματικούς και ανασκάπτει αυτήν εκ θεμελίων. Όλη
την μανίαν, όλον το μίσος των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων και της πόλεως
η οποία, όπως προηγουμένως ελέχθη έπαιξε πόλον εις όλους τους κατά των
Βουλγάρων αγώνας του Βυζαντινού κράτους, το μετέβαλεν εις πυρ και σίδηρον
ώστε από την λαμπράν πόλιν δεν έμεινε τίποτε ειμή γη προς άρωσιν.
Ουδεμία άλλην τοιαύτην ολοκληρωτικήν καταστροφήν αναφέρει η ιστορία.
Διότι, οι μεν Καταλάνοι, οι οποίοι εξεχύθησαν ανά τας Μακεδονικάς πόλεις
τω 1307 υπό τον
Ροκαφόρ, πλην της δηώσεως
της χώρας και των ληστρικών πράξεων, ουδεμίαν καταστροφήν επέφερον εις
τα κτίρια της πόλεως των Σερρών, η δε κατά το 1913 πυρπόλησις και καταστροφή
αυτής υπό των Βουλγάρων και πάλιν, μολονότι εξηφάνισε ολόκληρον το κυρίως
άστυ, φαίνεται μηδαμινή συγκρινομένη προς την ολοκληρωτική εκθεμελίωσιν
του 1206 υπό του
Ιωαννίτση.
Δύο μόνο έτη αι Σέρραι διετέλεσαν υπό την εξουσίαν του Ιωαννίτση. Διότι
ο εις Ναύπλιον τότε ευρισκόμενος Βανιφάτιος εκστρατεύσας τας επανέκτησεν
και διετήρησε την επ' αυτών εξουσίαν μέχρι του 1220. Τότε επανακτά την
ελευθερίαν της και μέχρι του 1230 τελεί υπό την εξουσίαν του Δεσπότου της
Ελλάδος Θεοδώρου Αγγέλου του Κομνηνού μετέπειτα αυτοκράτορος της Θεσσαλονίκης,
όστις κατά το 1224 κατετρόπωσε τους Φράγκους έξωθι των Σερρών, επεχειρήσαντας
να ανακαταλάβουν αυτήν και την Θεσσαλονίκην. Ο Θεόδωρος ο Κομνηνός, μολονότι
το κράτος του εξετείνετο από του Δυρραχίου μέχρι της Θεσσαλονίκης και από
Ναυπλίου μέχρις Ανδριανουπόλεως, επιθυμών να επεκτείνη τα όρια του έτι
περισσότερον, επετέθη κατά των Βουλγάρων το 1230. Ηττήθη, όμως, παρά τον
Έβρον εν Θράκη και ηχμαλωτίσθη, αι δε Σέρραι, το Διδυμότειχον, η Αδριανούπολις
και άλλαι πόλεις περιήλθον υπό την εξουσίαν του Βουλγάρου Ασάν του Β' υιού
του Ιωαννίτση. Και η δευτέρα αυτή κατοχή των Σερρών υπό των Βουλγάρων υπήρξε
επίσης σύντομος. Διήρκεσεν μόλις 15 έτη, ήτοι από του
1230-1245,
οπότε ο αυτοκράτωρ της Νικαίας Ιωάννης Δούκας Βατάτσης, επωφεληθείς της
ανηλικότητος του Καλλιμάνη, διαδόχου και υιού του Ασάν, διαπεραιωθείς τον
Ελλήσποντον, ανακατέλαβε ολόκληρον την εν τω μεταξύ χώραν και εισήλθεν
επεφημούμενος υπό των κατοίκων και εις Σέρρας, παραλαβών ταύτας από το
Βούλγαρον φρούραρχον Δραγωτάν. Εκ Σερρών δε πορευόμενος προς Βορράν, ο
Βατάτσης κατέλαβε επίσης αμαχητί και τον Μελένικον, κατόπιν της θαυμασίας
αγορεύσεως του επιφανούς Μελενικίου
Νικολάου
Μαγκλαβίτου. Αλλ' αι Σέρραι την εποχήν εκείνην είχον καταντήσει εν
άσημον χωρίον.
Εν τούτοις, μετά
την κατά το 1261 εκδίωξιν των Φράγκων και την εγκατάστασιν εκ νέου της
έδρας του Βυζαντινού Κράτους εις την Κωνσταντινούπολιν, αι Σέρραι και πάλιν
ηξιώθησαν μεγίστης προσοχής. Από της εποχής εκείνης, ήτοι του ΙΓ' αιώνος,
εμφανίζεται πλέον ως πρωτεύουσα ιδίου Θέματος, ήτοι του Θέματος Σερρών
ή Σερρών και Στρυμόνος, ενώ πρότερον υπήγετο εις Θέμα Βολερού και Στρυμόνος,
της οποίας πρωτεύουσα ήτο η Χριστούπολις, δηλαδή η Καβάλα. Λόγω της σπουδαιότητος
αυτής, διοικηταί της ορίζοντο γόνοι και συγγενείς των αυτοκρατόρων, ως
Μιχαήλ Παλαιολόγος ο μετέπειτα
αυτοκράτωρ και ταχέως επανέρχεται εις την προτέραν αυτής ακμήν. Τον Μιχαήλ
Παλαιολόγον αποθανόντα κατά το 1282, διεδέχθη Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος.
Η παρ' αυτού όμως πρόσληψις Ισπανών μισθοφόρων, των γνωστών εν τη ιστορία
ως Καταλανών, εδημιούργησεν δια τε την αυτοκρατορίαν ολόκληρον και την
πόλιν των Σερρών, μίαν ιδιότυπον κατάστασιν, η οποία πολλάς καταστροφάς
επέφερεν εις την χώραν. Οι μισθοφόροι ούτοι Καταλανοί στρατιώται μετατραπέντες
εις ληστρικήν εταιρείαν, κατήργησαν και εν Σέρραις πάσαν αρχήν νόμιμον
και
ελεηλάτησαν τα πάντα.
Οι Αυτοκράτορες Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος ο Πρεσβύτερος και ο εγγονός
αυτού Ανδρόνικος ο νεώτερος θερμότατον ενδιαφέρον επέδειξαν δια την πόλιν.
Η εμφυλία, όμως, διαμάχη κατ' αρχάς μεν μεταξύ των δύο Ανδρονίκων και εν
συνεχεία η από του θανάτου του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, επισυμβάντος την
15η Ιουνίου 1345, αρξαμένη νέα διχόνοια μεταξύ των υιών αυτού και του διεκδικητού
του θρόνου Ιωάννου του Καντακουζηνού, εταλαιπώρησεν πολύ το Κράτος και
την πόλιν των Σερρών ιδιαιτέρως.
Αι Σέρραι ταχθείσαι
τότε με το μέρος των Παλαιολόγων, παντοιοτρόπως ενίσχυσαν και μετά μεγάλου
φανατισμού Άνναν την Παλαιολογίναν, μητέρα και κηδεμόνα του ανήλικου Ιωάννου
του Ε' εις τον κατά Καντακουζηνού αγώνα, ο οποίος μάλιστα ησθάνετο πολλήν
πικρίαν δια τούτο,δεδομένου ότι και κτήματα πολλά είχεν εκεί, και έφορος
της Μονής Προδρόμου διορισμένος παρά του ιδρυτού αυτής ήτο, και παντοίους
άλλους δεσμούς με την πόλιν των Σερρών είχεν, ως ο ίδιος εν τη ιστορική
του συγγραφή, αναφέρει.
Ο Καντακουζηνός κατ' επανάληψιν απεπειράθη να καταλάβη την πόλιν των
Σερρών και δια τους ανωτέρω λόγους αλλά και διότι του ήτο αυτή αναγκαία
και δια το κύρος του ως αυτοκράτορος, θεωρών αυτήν
"ού φαύλην και οίαν
καταφρονηθήναι, αλλά μεγάλην τε και θαυμαστήν και αναγκαίαν τη Ρωμαίων
αρχή".
Πλειστάκις, βοηθούμενος και υπό των Σέρβων, μετά των οποίων είχεν συνάψει
συμμαχίαν, επεχείρησεν δια πολιορκίας να καταλάβη την πόλιν, πλην όμως
απέτυχεν οικτρώς, τόσον εκ της πείσμονος αντιστάσεως των Σερραίων, όσον
και εκ της ενσκηψάσης εις τα Σερβικά στρατεύματα επιδημίας, η οποίαν προήλθεν
από την βουλιμίαν και την άκρατον πολυφαγίαν, και η οποία κυριολεκτικώς
τα εσάρωσε.
"Μέλιτος γαρ, εμφορούμενοι και κρεών -λέγει ο ίδιος
ο Καντακουζηνός-
ων η χώρα μάλιστα ευπόρει, είτα αποθλίβοντες και σταφυλάς
και του απορρέοντος αυτίκα εμφορούμενοι, εις πυρετούς ενέπιπτον και φθόας,
έπειτα απέθνησκον υπό της νόσου". Χίλιοι πεντακόσιοι Σέρβοι στρατιώται
απέθανον τότε εκ της επιδημίας, ενώ εκ της στρατιάς του Καντακουζηνού ούτε
απέθανεν, ούτε ησθένησε τις.
Ενδεικτικόν εξ άλλου των έναντι του Καντακουζηνού διαθέσεων και αισθημάτων
των Σερραίων είναι και ο τρόπος με τον οποίον υπεδέχθησαν τον υπό αυτού
αποσταλλέντα πρεσβευτήν του, εν τη προσπαθεία προσαιτερισμού αυτών προς
αποφυγήν περαιτέρω αιματοχυσίας. Εξηγριωμένοι εκ της επιμονής του Καντακουζηνού,
κατέσφαξαν τον πρεσβευτήν και τεμαχίσαντες εις τέσσαρα τεμάχια το σώμα
αυτού, εκρέμασαν ταύτα δια σχοινίου εις τους τέσσαρας Πύργους.
Των διενέξεων τούτων, όμως, επωφελούμενος ο Κράλης των Σερβών Δουσάν
και της αντιπάθειας των Σερραίων προς τον
Καντακουζηνόν
ήρχισεν δι' ίδιον πλέον λογαριασμόν δηώσεις της υπαίθρου χώρας, δια να
αναγκάση τους Σερραίους προς υποταγήν, όπερ τελικώς και επέτυχεν
δια
παρασπονδίας και προδοσίας.
Ούτω την 24 Σεπτεμβρίου του 1345, εισήλθεν ο Κράλης εις την πόλιν των
Σερρών, ότε και λειτουργηθείς εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν,
ανηγορεύθη
Αυτοκράτωρ.
Το υπ' αυτού συγκροτηθέν
τότε μέγα Κράτος, ο Δουσάν διεμοίρασε εις οκτώ Ηγεμόνας υποτελείς εις αυτόν,
κατά το σύστημα των Βυζαντινών τίτλων, τους οποίους εμιμήθη και διετήρησεν
και αυτός, εκαλούντο Δεσπόται και Σεβαστοκράτορες. Ο Δουσάν μάλιστα, συζευχθείς
την θυγατέρα του Ανδρονίκου Ελένην, εκολακεύετο να αποκαλή εαυτόν Αυτοκράτορα
και των Ρωμαίων.
Η περίοδος αυτή, της βασιλείας τουτέστιν του Δουσάν και των διαδόχων
του, οι οποίοι μετά τον κατά το 1356 επισυμβάντα θάνατον αυτού, εκηρύχθησαν
ανεξάρτητοι, είναι λίαν ενδιαφέρουσα. Άξια δε ιδιαιτέρας μελέτης και τα
διασωθέντα διάφορα, συντεταγμένα εις την Ελληνικήν και Σερβικήν, Χρυσόβουλα
και Διατάγματα, τα αφορώντα την πόλιν των Σερρών, και την Μονήν Προδρόμου
και άλλους ιδιώτας.
Υπό Σέρβον Σεβαστοκράτορα, τον Ιωάννην Ούγκλεσην, η πόλις των Σερρών
ως πρωτεύουσα αυτού, διετέλεσε μέχρι του έτους 1371, οπότε αύτη, μετά τον
κατά την 26 Σεπτεμβρίου 1371 θάνατον αυτού και του αδελφού του Βουλκασίνου,
Δεσπότου και Σεβαστοκράτορος επίσης τμήματος της Μακεδονίας, εις την κατά
των Τούρκων μάχην του παρά το Έβρον Τζερνομιάνου, την γνωστήν εκ των Τουρκικών
κειμένων ως "Σίρπ Σιντουγί", δηλαδή "Ήττα των Σέρβων", περιήλθεν και πάλιν
υπό την εξουσία των Βυζαντινών, ιδία δε υπό την εξουσίαν του Δεσπότου της
Θεσσαλονίκης
Μανουήλ Παλαιολόγου.
Επί δωδεκαετίαν περίπου, ο Μανουήλ ηγωνίζετο όπως διατηρήση την επί
των Σερρών εξουσίαν του. Αλλά ο εκχυθείς ανά την Ευρώπην εξ Ασίας χείμαρρος,
δεν ήτο δυνατόν να αναχαιτισθή προ των τειχών των Σερρών, και ούτω τη 19
Σεπτεμβρίου του 1383, ήτοι εβδομήκοντα έτη προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως,
υπετάγησαν και αυταί εις τους Τούρκους και έζησαν τον μακραίωνα ζυγόν της
δουλείας, μαζύ με ολόκληρον το Γένος, υπό συνθήκας,
αι οποίαι αποτελούν το αντικείμενον των εφεξής κεφαλαίων της παρούσης συγγραφής.
Πριν ή όμως εισέλθουμεν εις το κύριον θέμα της
παρούσης συγγραφής μας, δηλαδή της εξιστορήσεως της κατά τους χρόνους της
Τουρκοκρατίας τύχης της πόλεως των Σερρών, ως και των συνθηκών διαβιώσεως
και των ιστορικών περιπετειών των Σερραίων, σκόπιμον όπως δώσωμεν την κατά
τους χρόνους της αλώσεως τοπογραφίαν αυτής, καθώς και της Ακροπόλεως, βάσει
των αφηγήσεων των κατά καιρούς επισκεφθέντων την πόλιν περιηγητών, και
των σωζωμένων ήδη ερειπίων.