Το
ξεκίνημα της Εθνικής μας Αντίστασης και οι πρώτοι καπετάνιοι του αγώνα
Σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο
των κατακτητών στη χώρα μας θα αρχίσει και ο απελευθερωτικός αγώνας των
Ελλήνων. Έτσι τον Αύγουστο κιόλας του
1941, θα κάνει την εμφάνισή της η πρώτη
οργανωμένη ελληνική αντάρτικη ομάδα στο βουνό Κερδύλιο με την ονομασία
«Οδυσσέας Ανδρούτσος» με αρχηγό τον Στέργιο Μουδιώτη και
λίγο αργότερα το δάσκαλο Θανάση Γκένιο (Λασσάνη) και υπαρχηγό
τον Περικλή Σταματόπουλο. Η πρώτη συνδυασμένη επιχείρηση, που θα
πρέπει να έβαλε σε σκέψεις τους Γερμανούς, ήταν αυτή της 27ης
Σεπτεμβρίου, όταν οι αντάρτες των Κερδυλίων, πιάνοντας τους
έλληνες χωροφύλακες κυριολεκτικά στον ύπνο, κατάφεραν να πάρουν από τον
αστυνομικό σταθμό της Ευκαρπίας αρκετό οπλισμό, σκοτώνοντας έναν από αυτούς,
το Μανόλη Ασβεστάκη. Οι αντάρτες πριν αποχωρήσουν, σύμφωνα με προσωπική
διήγηση του γιατρού Φίλιππου Φυλακτού που αργότερα υπηρέτησε στον
Ε.Λ.Α.Σ. και στον Δ.Σ σκόρπισαν προκηρύξεις που άρχιζαν με το γνωστό τραγούδι
των κλεφτών του '21:
"Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους
Τούρκους να δουλεύω,
θα πάρω δίπλα τα βουνά δίπλα
τα κορφοβούνια...".
Ταυτόχρονα, μια άλλη ομάδα με αρχηγό
τον Μπογατσόπουλο, αφού αιφνιδίασε τους χωροφύλακες στο σταθμό της
Μαυροθάλασσας, άνοιξε τις εκεί αποθήκες τροφίμων και μοίρασε τρόφιμα στους
φτωχούς κατοίκους, ενώ μια τρίτη πήγε στο Αηδονοχώρι και από τις εκεί εγκαταστάσεις
της ΕΤΥΕΜ φόρτωσε σε ζώα και πήρε μαζί της διάφορα υλικά και εργαλεία.
Την επομένη έφτασαν στην περιοχή οι Γερμανοί. Έξω από το Αηδονοχώρι σκότωσαν
έναν βοσκό και προέβησαν σε συγκέντρωση των κατοίκων της Μαυροθάλασσας,
σκοτώνοντας έναν που πήγε να κρυφτεί.
Ύστερα από την ενέργειά τους αυτή
οι αντάρτες εξέλεξαν παμψηφεί ως αρχηγό τους το Λασσάνη, δίνοντας την ονομασία
«Οδυσσέας Ανδρούτσος» στην αντάρτικη ομάδα τους. Οι μικροεπιχειρήσεις
και οι εμφανίσεις των ανταρτών στην περιοχή άρχισαν να παίρνουν πολύ γρήγορα
τη μορφή ενός πλατύτερου ξεσηκωμού. Στα μέσα περίπου του Σεπτεμβρίου, καμιά
πενηνταριά αντάρτες του Λασσάνη, αφού μπήκαν στο χωριό Δάφνη και αφόπλισαν
τους πέντε χωροφύλακες του εκεί Σταθμού, χτύπησαν τις καμπάνες και συγκέντρωσαν
τον κόσμο στην πλατεία, προς τον οποίο και μίλησε o Λασσάνης για τους σκοπούς
και τις επιδιώξεις του αντάρτικου. Την επομένη της αντάρτικης επιχείρησης,
οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους κατοίκους της Δάφνης και πήραν μαζί τους
17 άτομα.
Ύστερα από αυτό, η ομάδα του «Οδυσσέα
Ανδρούτσου» χωρίστηκε στα δυο. Το ένα της τμήμα χτυπήθηκε από τους
Γερμανούς στις 5 Οκτωβρίου και διαλύθηκε, ενώ ο αρχηγός της, ο Στέργιος
Μουδιώτης, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι Γερμανοί χτύπησαν
και τη δεύτερη αντάρτικη ομάδα που με αρχηγό το Λασσάνη είχε λημεριάσει
στο «Καρά Μπουνάρ». Μετά από σύντομη μάχη οι Γερμανοί έπιασαν δύο
αντάρτες, τραυμάτισαν έναν τρίτο και στη συνέχεια σκότωσαν δύο ανύποπτους
ξυλοκόπους. Ύστερα από αυτό, πολλοί από τους αντάρτες σκόρπισαν. Ο Λασσάνης,
λέει, πως ακολούθησαν μέρες πολύ σκληρές:
«... Ήμασταν
μόνιμα υπό καταδίωξη. Στις 26 Οκτωβρίου 1941 φύγαμε και πήγαμε στα υψώματα
Νεοχωρίου της περιοχής Χαλκιδικής όπου και πάλι προδοθήκαμε και στις 27
Νοεμβρίου μας επιτέθηκαν Γερμανοί και χωροφύλακες. Έτσι αναγκαστήκαμε να
φύγουμε στο Σοχό. Ήμασταν πια σε πολύ άσχημη κατάσταση. Κάθε απόπειρα της
οργάνωσης να μας τροφοδοτήσει αποτύχαινε...».
Η πείνα, το κυνήγι των Γερμανών,
η προδοσία, οι κακουχίες και το χιόνι που αρχίζει να πέφτει, αφανίζουν
τους αντάρτες. Ο λιμός σαρώνει την Ελλάδα και ο τρόμος, ύστερα μάλιστα
κι από το κίνημα της Δράμας που πνίγηκε στο αίμα και τις εκτελέσεις στα
Κερδύλια, σφίγγει σα θανατερός βρόχος τις ψυχές των ανθρώπων. Σχεδόν ταυτόχρονα
ένας άλλος έλληνας αξιωματικός, ο σερραίος ταγματάρχης του πυροβολικού
Βασίλης Μερκουρίου, είχε συγκροτήσει στις αρχές Σεπτεμβρίου στην
ορεινή περιοχή της Ποντοκερασιάς την αντιστασιακή ομάδα "Ελευθερία"
με δύναμη δέκα αντρών.
Στις 19
Οκτωβρίου η αντάρτικη ομάδα του Μερκουρίου θα στήσει ενέδρα
στο 64ο χιλιόμετρο του δρόμου Θεσσαλονίκης-Σερρών και θα χτυπήσει ένα γερμανικό
καμιόνι, σκοτώνοντας δύο γερμανούς και τραυματίζοντας έναν άλλο. Οι Γερμανοί
με προκήρυξή τους δίνουν 300.000 σε όποιον θα καταδώσει τους δράστες του
φόνου των Γερμανών και ταυτόχρονα το απόγευμα της επομένης κρεμούν μπροστά
στο κοινοτικό κατάστημα του Καλόκαστρου και παρουσία των κατοίκων 10 πατριώτες,
που είχαν φέρει δεμένους με συρματόσχοινο μέσα σε μια κλούβα από τη Θεσσαλονίκη.
Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ένας από τους καταδικασμένους κατάφερε να
βγάλει τη θηλιά από το λαιμό του και να το σκάσει κυριολεκτικά μέσα από
τα χέρια των εκτελεστών του. Τα σώματα των απαγχονισμένων έμειναν στην
κρεμάλα τρεις μέρες, σύμφωνα με διαταγή των Γερμανών και στη συνέχεια τάφηκαν
μερίμνη του προέδρου της κοινότητας σε κοινό τάφο, στην αυλή της εκκλησίας.
Ύστερα οι Γερμανοί θα συνέχιζαν να σαρώνουν όλα τα χωριά της περιφέρειας
καίγοντας, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας.
|