Η όλη προσπάθεια για την ανοικοδόμηση
της κατεστραμμένης πόλης των Σερρών θα σταματήσει άδοξα στα 1915.
H Αλεξάνδρα Καραδήμου Γερόλυμπου
γράφει σχετικά: "... ο νόμος 455/1914 και το πρώτο σχέδιο των Σερρών
δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν ποτέ. Αφ' ενός το γεγονός της ανακαταλήψεως
της πόλης από τον βουλγαρικό στρατό και αφ' ετέρου η έλλειψη ρεαλισμού
στην αντιμετώπιση της αξιοποίησης που επιφέρει η πολεοδόμησις, οδήγησαν
στην υποκατάστασή τους από τον νόμο 2517/1920 και το δεύτερο σχέδιο...".
Να μείνουμε, όμως, για λίγο στον
Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δεύτερη βουλγάρικη κατοχή. Όπως ήταν επόμενο,
όλες οι σχετικές εργασίες τήν εποχή αυτή διεκόπησαν και όταν η πόλη ανακαταλήφθηκε
στα 1918, ελάχιστα πολεοδομικά στοιχεία απ' ό,τι μέχρι τότε είχαν συγκεντρωθεί
κατορθώθηκε να ανεβρεθούν.
Αλλά είχε πια διαμορφωθεί και μια
νέα κατάσταση πραγμάτων. Η κοιλάδα γενικότερα του Στρυμόνα είχε υποστεί
μια μεγαλύτερη καταστροφή σε σχέση με την υπόλοιπη Μακεδονία, που είχε
πάθει μικρότερες ζημίες. Κι αυτό γιατί μεγάλο μέρος της περιοχής υπήρξε
θέατρο αιματηρών και καταστροφικών πολεμικών συγκρούσεων. Και ακόμη μετά
το πέρας του πολέμου άρχισαν να επανέρχονται στις εστίες τους όλοι εκείνοι
οι πληθυσμοί που είχαν αναγκασθεί σε προσωρινή απομάκρυνση, με αποτέλεσμα
το πρόβλημα της στέγης και της ανοικοδόμησης να παρουσιάζεται ιδιαίτερα
έντονο.
Όμως, ούτε και τότε το ελληνικό
Υπουργείο Συγκοινωνιών αποφάσισε να λάβει υπ' όψη του την ανάγκη ανοικοδόμησης
ολόκληρης πλέον της πόλεως των Σερρών, αλλά και "τας μελλούσας αυτής
επεκτάσεις" και όχι μόνο το κατεστραμμένο της τμήμα. Αλλά τώρα κοντά
στα όσα προβλήματα που ήδη αναφύονταν προέκυπτε και εκείνο που θα "επιλαμβάνονταν
τα του χειρισμού των ιδιοκτησιών", η λύση του οποίου θα ήταν ότι σπουδαιότερο
στην όλη υπόθεση. Γιατί η «λύση» αυτή προέβλεπε να "αποφευχθεί η οιονεί
ατομική τακτοποίησις εκάστου οικοπέδου" και να επιδιωχθεί "η δια
κληρώσεως τακτοποίησις εξ ενός ιδανικού συνόλου ιδιοκτησιών...". Έτσι
στα 1920, συντάσσεται ένα καινούργιο συνολικό σχέδιο και ειδική νομοθεσία
για την εφαρμογή του. Πρόκειται για το νόμο 2517 "Περί ανοικοδομήσεως
της πόλεως Σερρών επί νέων σχεδίων (ΦΕΚ (Α) 231 της 9.10.1920)". "Πραγματοποιείται
έτσι, γράφει η Αλ. Γερόλυμπου, η αργή προσαρμογή των νέων ιδεών
στην ελληνική πραγματικότητα...".
Αν όμως στα χαρτιά φαίνεται πως
οι περιπέτειες του θρυλικού πλέον "Σχεδίου της πόλεως των Σερρών"
πήραν κάποιο τέλος, στην πράξη τα πράγματα για αρκετά χρόνια αργότερα εξακολουθούν
να είναι κάπως συγκεχυμένα. Στα 1928 τα ερείπια και τα χαλάσματα θα εξακολουθούν
να κατέχουν το κέντρο της πόλης και πολλοί από τους Σερραίους γηγενείς
και τους πρόσφυγες να είναι άστεγοι. Από τις 3.000 οικογένειες που λόγω
του εμπρησμού της στα 1913 είχαν μείνει άστεγες, μέχρι τα 1928 μόνο οι
300 είχανε καταφέρει να αποκτήσουν μια κάποια στέγη. Οι υπόλοιποι "άποροι
γηγενείς διαβιούν σαρδεληδόν" στα διάφορα τσιφλίκια της περιοχής και
κάτω από άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης. Την ίδια χρονιά, η
νομαρχία Σερρών προτείνει την όσο το δυνατόν γρηγορότερη κατασκευή 1100
κατοικιών για τους "γηγενείς" και 500 για τους «αστούς πρόσφυγες». Τέλος
στην ίδια πρόταση τονίζονταν με τα μελανότερα χρώματα το πρόβλημα των κατοίκων
της Ηράκλειας και η άμεση ανάγκη κατασκευής 500 κατοικιών σ' αυτήν καθώς
και η άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα χωριά Σέμαλτο, Προβίστα
και Λακοβίκια. Στις 25 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς η "Δημοκρατική Νεολαία
των Φιλελευθέρων" εισηγείται προς το αρμόδιο υπουργείο τρεις "υποδείξεις":
"...1) Τον καταρτισμόν μιας επιτροπής
υπό την Προεδρείαν δικαστικού και τη συμμετοχή ίσου προς τους πρόσφυγας
αριθμού αντιπροσώπων των γηγενών. Η επιτροπή αύτη να επαναλάβει την εκτίμησιν
των Μουσουλ. οικοδομών η πραγματική αξία των οποίων δεν φέρεται αναγεγραμμένη
εις το προχείρως και αβασανίστως καταρτισθέν.κτηματολόγιον της Εθνικής
Τραπέζης.
2) Την αποπληρωμήν του τμήματος
των ανταλλαξίμων ουχί κατά τον τρόπον καθ' ον ορίζει η υπό τροποποίησιν
σύμβασις Εξηντάρη, αλλά δια της καταβολής του αντιτίμου εις δέκα ίσας ετησίας
δόσεις.
3) Τον καθορισμόν όπως δια δημοπρασίας
εκποιώνται αι οικίαι αι αξίας ανωτέρας των 250 χιλ. δρχ. και τα μαγαζεία
τα εκτιμηθησόμενα άνω των 100.000 δραχμών... ".
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έλαβε τότε,
αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, υπ' όψη του το αρμόδιο υπουργείο.
Εκείνο, όμως, που γίνεται πασιφανές από τη σημερινή πραγματικότητα είναι
ότι τελικά χάθηκε η "χρυσή" εκείνη ευκαιρία να γίνει η πόλη των Σερρών
μια πόλη οικιστικά και πολεοδομικά μοναδική και ακριβοθώρητη. Μια πόλη
ευρωπαϊκού επιπέδου, κάτι σαν αντίγραφο της Φραγκφούρτης, όπως διατυμπάνιζαν
σε πρωτοσέλιδα δημοσιεύματά τους οι τότε εφημερίδες, έναν μόλις χρόνο ύστερα
από την πυρκαγιά που κυριολεκτικά την αφάνισε !...
|